- πολύδακρυν
- πολύδακρυςofmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek
ιαχή — ἡ (Α ἰαχή) [ιάχω] βοή, κραυγή, αλαλαγμός αρχ. κραυγή χαράς («πέμψω πολύδακρυν ἰαχὰν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek